φύξις: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt [[φεῦξις]], – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt [[φεῦξις]], – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />fuite.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύξις''': -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[φεῦξις]] (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = [[φυγή]], Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, [[ἀποφυγή]], ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.
|lstext='''φύξις''': -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[φεῦξις]] (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = [[φυγή]], Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, [[ἀποφυγή]], ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />fuite.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξις Medium diacritics: φύξις Low diacritics: φύξις Capitals: ΦΥΞΙΣ
Transliteration A: phýxis Transliteration B: phyxis Transliteration C: fyksis Beta Code: fu/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, older and poet. form of φεῦξις, A = φυγή, Il.10.311, 447. II refuge, escape, θανάτου Nic.Th.588.

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt φεῦξις, – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fuite.
Étymologie: φεύγω.

Greek (Liddell-Scott)

φύξις: -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεῦξις (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = φυγή, Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, ἀποφυγή, ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.

English (Autenrieth)

(φεύγω): flight. (Il.)

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί
2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτιφύξις θανάτου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. τα σύνθ. με φυξι-, βλ. λ. φεύγω)].

Greek Monotonic

φύξις: -εως, ἡ, = φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φύξις: εως ἡ φεύγω бегство Hom.

Middle Liddell

φύξις, εως, = φυγή, Il.]