φρενομόρως: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] νοσεῖν, am Geiste krank, wahnsinnig sein, Soph. Ai. 615. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] νοσεῖν, am Geiste krank, wahnsinnig sein, Soph. Ai. 615. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec l'esprit en délire.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[μόρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρενομόρως''': Ἐπίρρ. ([[μόρος]]), εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει νοσοῦντα [[φρενομόρως]], Σοφ. Αἴ. 626· τοῦτο πρέπει νὰ σημαίνῃ: νοσοῦντα ἐκ μανίας· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[σημασία]] δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχουσα ἐν τῷ ἐπιρρ. [[φρενομόρως]], τῶν ἐκδοτῶν τις μετέβαλεν αὐτὸ εἰς φρενομώρως ― παρὰ τὸ [[μέτρον]]· ὁ Meineke προτείνει φρενοβόρως, ὁ δὲ Jebb διατηρεῖ τὴν γραφὴν τῶν ἀντιγράφων. | |lstext='''φρενομόρως''': Ἐπίρρ. ([[μόρος]]), εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει νοσοῦντα [[φρενομόρως]], Σοφ. Αἴ. 626· τοῦτο πρέπει νὰ σημαίνῃ: νοσοῦντα ἐκ μανίας· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[σημασία]] δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχουσα ἐν τῷ ἐπιρρ. [[φρενομόρως]], τῶν ἐκδοτῶν τις μετέβαλεν αὐτὸ εἰς φρενομώρως ― παρὰ τὸ [[μέτρον]]· ὁ Meineke προτείνει φρενοβόρως, ὁ δὲ Jebb διατηρεῖ τὴν γραφὴν τῶν ἀντιγράφων. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:08, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 1304] νοσεῖν, am Geiste krank, wahnsinnig sein, Soph. Ai. 615.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec l'esprit en délire.
Étymologie: φρήν, μόρος.
Greek (Liddell-Scott)
φρενομόρως: Ἐπίρρ. (μόρος), εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει νοσοῦντα φρενομόρως, Σοφ. Αἴ. 626· τοῦτο πρέπει νὰ σημαίνῃ: νοσοῦντα ἐκ μανίας· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ σημασία δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχουσα ἐν τῷ ἐπιρρ. φρενομόρως, τῶν ἐκδοτῶν τις μετέβαλεν αὐτὸ εἰς φρενομώρως ― παρὰ τὸ μέτρον· ὁ Meineke προτείνει φρενοβόρως, ὁ δὲ Jebb διατηρεῖ τὴν γραφὴν τῶν ἀντιγράφων.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) φρ. «νοσοῦντα φρενομόρως»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -μόρως (< -μορος < μόρος «μερίδιο, πεπρωμένο, μοίρα»), πρβλ. ὑπερ-μόρως].
Greek Monotonic
φρενομόρως: επίρρ. (μόρος), έτσι ώστε να καταστρέφει το μυαλό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρενομόρως: в помешательстве: φ. νοσῶν Soph. душевнобольной.