φρεναπάτης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />séducteur.<br />'''Étymologie:''' [[φρεναπατάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρεναπάτης''': -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
|lstext='''φρεναπάτης''': -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />séducteur.<br />'''Étymologie:''' [[φρεναπατάω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 11:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενᾰπᾰτης Medium diacritics: φρεναπάτης Low diacritics: φρεναπάτης Capitals: ΦΡΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: phrenapátēs Transliteration B: phrenapatēs Transliteration C: frenapatis Beta Code: frenapa/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, soul-deceiver, Lyr.Alex.Adesp.1.18, Ep.Tit.1.10, PLond.5.1677.22 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
séducteur.
Étymologie: φρεναπατάω.

Greek (Liddell-Scott)

φρεναπάτης: -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

English (Strong)

from φρήν and ἀπάτη; a mind-misleader, i.e. seducer: deceiver.

English (Thayer)

φρεναπατου, ὁ (φρήν and ἀπάτη), a mind-deceiver; Vulg. seductor; (A. V. deceiver): Titus 1:10. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ὁ, Α [φρεναπατῶ (Ι)]
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει.

Greek Monotonic

φρενᾰπάτης: -ου, ὁ (ἀπάτη), αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φρενᾰπάτης: ου ὁ обманщик, обольститель NT.

Middle Liddell

φρεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπάτη
a soul-deceiver, NTest.

Chinese

原文音譯:frenap£thj 弗練-阿爬帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:意向-引誘(者)
字義溯源:迷亂人心思者,欺哄人,欺騙者;由(φρήν)*=心思)與(ἀπάτη)=欺瞞)組成,而 (ἀπάτη)出自(ἀπατάω)*=欺騙)。比較: (πλάνος)=漂白,迷惑
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 欺哄人(1) 多1:10