ἀΐζηλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[invisible]] Hdn.Gr.1.233, Hsch.
|dgtxt=-ον [[invisible]] Hdn.Gr.1.233, Hsch.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς [[ὅσπερ]] ἔφηνεν IL le dieu qui l'avait fait paraître le fit disparaître ; <i>au contr. selon d'autres</i>, très visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἰδεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀΐζηλος''': -ον, = [[ἀΐδηλος]], [[ἀόρατος]], τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν [[θεός]], Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων [[συμφώνως]] πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, [[ἀρίζηλος]], καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.
|lstext='''ἀΐζηλος''': -ον, = [[ἀΐδηλος]], [[ἀόρατος]], τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν [[θεός]], Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων [[συμφώνως]] πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, [[ἀρίζηλος]], καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς [[ὅσπερ]] ἔφηνεν IL le dieu qui l'avait fait paraître le fit disparaître ; <i>au contr. selon d'autres</i>, très visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἰδεῖν]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀΐζηλος:''' [[невидимый]], [[незримый]]: τὸν ἀΐζηλον θῆκεν [[ὅσπερ]] ἔφηνεν Hom. он сокрыл его, как (прежде) показал.
|elrutext='''ἀΐζηλος:''' [[невидимый]], [[незримый]]: τὸν ἀΐζηλον θῆκεν [[ὅσπερ]] ἔφηνεν Hom. он сокрыл его, как (прежде) показал.
}}
}}

Revision as of 11:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐζηλος Medium diacritics: ἀΐζηλος Low diacritics: αΐζηλος Capitals: ΑΪΖΗΛΟΣ
Transliteration A: aḯzēlos Transliteration B: aizēlos Transliteration C: aizilos Beta Code: a)i/+zhlos

English (LSJ)

ον, = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.

Spanish (DGE)

-ον invisible Hdn.Gr.1.233, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς ὅσπερ ἔφηνεν IL le dieu qui l'avait fait paraître le fit disparaître ; au contr. selon d'autres, très visible.
Étymologie: , ἰδεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐζηλος: -ον, = ἀΐδηλος, ἀόρατος, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός, Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων συμφώνως πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐζηλος: невидимый, незримый: τὸν ἀΐζηλον θῆκεν ὅσπερ ἔφηνεν Hom. он сокрыл его, как (прежде) показал.