ἀκατάληκτος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inacabable]] ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.<i>Epict</i>.1.17.3<br /><b class="num">•</b>[[inacabable]], [[incesante]] Ocell.44, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1119.<br /><b class="num">2</b> métr. [[acataléctico]] verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[incesantemente]] Agathin. en Orib.10.7.27. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inacabable]] ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.<i>Epict</i>.1.17.3<br /><b class="num">•</b>[[inacabable]], [[incesante]] Ocell.44, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1119.<br /><b class="num">2</b> métr. [[acataléctico]] verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[incesantemente]] Agathin. en Orib.10.7.27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cesse pas;<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταλήγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ. | |lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inacabable ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.Epict.1.17.3
•inacabable, incesante Ocell.44, cf. Procl.in Prm.1119.
2 métr. acataléctico verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.
II adv. -ως incesantemente Agathin. en Orib.10.7.27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: ἀ, καταλήγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος
2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)
αρχ.
ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταλήγω.
ΠΑΡ. ακαταληξία].
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάληκτος:
1) не имеющий конца Diog. L.;
2) стих. неусеченный, акаталектический (μέτρον).