ἀκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[desaliñado]] ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.<i>Fr</i>.314.149, [[ἀκόμιστος]] [[ἀλῆτις]] ... ἕρπω <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[desatendido]], [[desamparado]] Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.<i>D</i>.40.174, cf. hex. en <i>PAnt</i>.58.11<br /><b class="num">•</b>[[desoído]] ἔπος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.14.24.<br /><b class="num">3</b> de plantas [[no cultivado]] de la vid silvestre <i>Trag.Adesp</i>.646a.b.24, Nonn.<i>D</i>.12.297.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[desaliñado]] ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.<i>Fr</i>.314.149, [[ἀκόμιστος]] [[ἀλῆτις]] ... ἕρπω <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[desatendido]], [[desamparado]] Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.<i>D</i>.40.174, cf. hex. en <i>PAnt</i>.58.11<br /><b class="num">•</b>[[desoído]] ἔπος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.14.24.<br /><b class="num">3</b> de plantas [[no cultivado]] de la vid silvestre <i>Trag.Adesp</i>.646a.b.24, Nonn.<i>D</i>.12.297.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόμιστος''': -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
|lstext='''ἀκόμιστος''': -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόμιστος Medium diacritics: ἀκόμιστος Low diacritics: ακόμιστος Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akómistos Transliteration B: akomistos Transliteration C: akomistos Beta Code: a)ko/mistos

English (LSJ)

ον, slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.

Spanish (DGE)

-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: , κομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.

Greek Monotonic

ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόμιστος: запущенный, неряшливый Diog. L.

Middle Liddell

κομίζω
untended.