ἀνάπυστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0204.png Seite 204]] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0204.png Seite 204]] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien connu, notoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπυνθάνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπυστος''': -ον, [[πασίγνωστος]], [[περίφημος]], «ξακουστός», ὡς τὸ [[περίπυστος]], ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ [[στόμα]] πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.
|lstext='''ἀνάπυστος''': -ον, [[πασίγνωστος]], [[περίφημος]], «ξακουστός», ὡς τὸ [[περίπυστος]], ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ [[στόμα]] πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien connu, notoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπυνθάνομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπυστος Medium diacritics: ἀνάπυστος Low diacritics: ανάπυστος Capitals: ΑΝΑΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anápystos Transliteration B: anapystos Transliteration C: anapystos Beta Code: a)na/pustos

English (LSJ)

ον, well-known, notorious, Od.11.274, Hdt.6.64,66, etc.

Spanish (DGE)

-ον
conocido ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν Od.11.274, ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Hdt.6.66, ἀνάπυστα γενόμενα ταῦτα Hdt.6.64.

German (Pape)

[Seite 204] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien connu, notoire.
Étymologie: ἀναπυνθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, «ξακουστός», ὡς τὸ περίπυστος, ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ στόμα πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἀναπεύθομαι): notorious, Od. 11.274†.

Greek Monolingual

ἀνάπυστος, -ον (Α) αναπυνθάνομαι
πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός.

Greek Monotonic

ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπυστος: узнанный, известный: ὑστέρῳ χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Her. впоследствии это обнаружилось; ἀνάπυστα θεῖναί τινί (τι) Hom. открыть кому-л. что-л.

Middle Liddell

[from ἀναπυνθάνομαι.]
ascertained, notorious, Od., Hdt.