ἀναπόμπιμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] zurückgeschickt, aus der Unterwelt, Luc. Luct. 10; ἀναπ. ἐκπέμψαι τὴν δίκην, an eine höhere Instanz schicken, Luc. Eunuch. 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] zurückgeschickt, aus der Unterwelt, Luc. Luct. 10; ἀναπ. ἐκπέμψαι τὴν δίκην, an eine höhere Instanz schicken, Luc. Eunuch. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> renvoyé;<br /><b>2</b> déféré à une nouvelle juridiction (jugement).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπέμπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπόμπιμος''': -ον, ὁ ἄνω ἢ [[ὀπίσω]] ἢ [[οἴκαδε]] πεμπόμενος, ἀναπόμπιμοι [[πάλιν]] εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦνται Λουκ. π. Πένθ. 10, Δίων Κ. 62. 2. 2) ἐπὶ δίκης, ὁ ἐφεσιβαλλόμενος, ἀναπεμπόμενος εἰς ἕτερον [[δικαστήριον]], ἔγνωσαν ἀναπόμπιμον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκπέμψαι τὴν δίκην Λουκ. Εὐνοῦχ. 12. | |lstext='''ἀναπόμπιμος''': -ον, ὁ ἄνω ἢ [[ὀπίσω]] ἢ [[οἴκαδε]] πεμπόμενος, ἀναπόμπιμοι [[πάλιν]] εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦνται Λουκ. π. Πένθ. 10, Δίων Κ. 62. 2. 2) ἐπὶ δίκης, ὁ ἐφεσιβαλλόμενος, ἀναπεμπόμενος εἰς ἕτερον [[δικαστήριον]], ἔγνωσαν ἀναπόμπιμον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκπέμψαι τὴν δίκην Λουκ. Εὐνοῦχ. 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A sent back, Luc.Luct. 10, D.C.62.2; of slaves, τοῖς κυρίοις -ους ποιεῖν D.S.14.96. 2 of trials, referred to a higher court, Luc.Eun.12, D.C.52.33, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 devuelto πάλιν ἐς τὸν βίον Luc.Luct.10, de dinero, D.C.62.2.1, de esclavos τοῖς κυρίοις D.S.14.96.
2 de juicios remitido, elevado a una instancia superior, Luc.Eun.12, D.C.52.33.1.
German (Pape)
[Seite 203] zurückgeschickt, aus der Unterwelt, Luc. Luct. 10; ἀναπ. ἐκπέμψαι τὴν δίκην, an eine höhere Instanz schicken, Luc. Eunuch. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 renvoyé;
2 déféré à une nouvelle juridiction (jugement).
Étymologie: ἀναπέμπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόμπιμος: -ον, ὁ ἄνω ἢ ὀπίσω ἢ οἴκαδε πεμπόμενος, ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦνται Λουκ. π. Πένθ. 10, Δίων Κ. 62. 2. 2) ἐπὶ δίκης, ὁ ἐφεσιβαλλόμενος, ἀναπεμπόμενος εἰς ἕτερον δικαστήριον, ἔγνωσαν ἀναπόμπιμον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκπέμψαι τὴν δίκην Λουκ. Εὐνοῦχ. 12.
Greek Monolingual
ἀναπόμπιμος, -ον. (ΑΜ) ἀναπέμπω
αυτός που στέλνεται πίσω (στην πατρίδα του ή προς τα πάνω)
αρχ.
(για δίκες) αυτός που παραπέμπεται σε ανώτερο δικαστήριο.
Greek Monotonic
ἀναπόμπιμος: -ον (ἀναπέμπω), αυτός που στέλνεται πίσω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόμπῐμος:
1) посланный обратно, возвращенный Luc.;
2) юр. отправленный на новое рассмотрение Diod.: ἀναπόμπινον ἐκπέμψαι τὴν δίκην Luc. передать дело на новое рассмотрение.