ἀνεκτέος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] zu dulden, Soph. O. C. 887. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] zu dulden, Soph. O. C. 887. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀνέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκτέος''': -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; [[ὕβρις]], ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478. | |lstext='''ἀνεκτέος''': -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; [[ὕβρις]], ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, to be borne, ἀνεκτέα (sc. ἐστι τάδε) S.OC883; ἀνεκτέα τάδε (restored for ἀνεκτά) Ar.Lys.477: ἀνεκτέον, Clearch.4.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que hay que soportar S.OC 883, Trag.Adesp.382.
German (Pape)
[Seite 221] zu dulden, Soph. O. C. 887.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀνέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτέος: -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; ὕβρις, ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478.
Greek Monotonic
ἀνεκτέος: -ον, ρημ. επίθ. του ἀνέχομαι, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεκτέος: adj. verb. к ἀνέχω.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀνέχομαι.]
to be borne, Soph.