Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido llorado]] οὔνομα Arist.<i>Pepl</i>.28.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[implacablemente]] ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido llorado]] οὔνομα Arist.<i>Pepl</i>.28.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[implacablemente]] ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’inspire pas de pitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοίκτιστος''': -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, [[οὔνομα]] Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνηλεής]]· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
|lstext='''ἀνοίκτιστος''': -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, [[οὔνομα]] Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνηλεής]]· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’inspire pas de pitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκτίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίκτιστος Medium diacritics: ἀνοίκτιστος Low diacritics: ανοίκτιστος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anoíktistos Transliteration B: anoiktistos Transliteration C: anoiktistos Beta Code: a)noi/ktistos

English (LSJ)

ον, A unmourned, σῶμα [Arist.] Pepl.28. II Act., pitiless, Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765 (Supp.p.283). Adv. -τως Antipho 1.25.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido llorado οὔνομα Arist.Pepl.28.2.
2 adv. -ως implacablemente ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους IG 22.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’inspire pas de pitié.
Étymologie: , οἰκτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίκτιστος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, οὔνομα Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνηλεής· οὕτως ἐπίρρ. -τως, ἄνευ οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.

Greek Monolingual

ἀνοίκτιστος, -ον (Α)
1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν
2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)].

Greek Monotonic

ἀνοίκτιστος: -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοίκτιστος: не вызывающий жалости, неоплаканный (οὔνομα Anth.).

Middle Liddell

unpitied, unmourned, Anth.