ἀναφύρω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; [[πρός]] τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; [[πρός]] τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. Act. et part. pf. Pass.</i><br />mélanger, confondre ; <i>Pass.</i> être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φύρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφύρω''': [ῡ], ἀναμιγνύω, [[συγχέω]], «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) [[μιαίνω]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ [[αἷμα]], ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
|lstext='''ἀναφύρω''': [ῡ], ἀναμιγνύω, [[συγχέω]], «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) [[μιαίνω]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ [[αἷμα]], ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. Act. et part. pf. Pass.</i><br />mélanger, confondre ; <i>Pass.</i> être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φύρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφύρω Medium diacritics: ἀναφύρω Low diacritics: αναφύρω Capitals: ΑΝΑΦΥΡΩ
Transliteration A: anaphýrō Transliteration B: anaphyrō Transliteration C: anafyro Beta Code: a)nafu/rw

English (LSJ)

[ῡ], A mix up, confound, τινάς τισι Them.Or.21.260c:—Pass., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.250, Metrod.1. 2 defile, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
1 embadurnar, manchar αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
2 mezclar, confundir c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.Or.21.260c, cf. Chrys.M.58.743
en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.[152], Metrod.1.

German (Pape)

[Seite 214] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; πρός τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. Act. et part. pf. Pass.
mélanger, confondre ; Pass. être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.
Étymologie: ἀνά, φύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφύρω: [ῡ], ἀναμιγνύω, συγχέω, «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) μιαίνω, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ αἷμα, ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.

Greek Monolingual

ἀναφυρῶ (-άω) (AM) φυρώ
αναμιγνύω, ανακατώνω καλά, ζυμώνω.
ἀναφύρω) φύρω
1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω
2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω.

Greek Monotonic

ἀναφύρω: [ῡ], μέλ. -φύρσω,
1. ανακατεύω, συγχέω — Παθ., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα, σε Ηρόδ.
2. μιαίνω, μολύνω, αἵματι ἀναπεφυρμένος, στον ίδ.

Middle Liddell


1. to mix up, confound:— Pass., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα Hdt.
2. to defile, αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.