ἀντίταγμα: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0261.png Seite 261]] τό, entgegengestelltes Heer, Plut. Cleom 23 u. Sp., wie D. Sic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0261.png Seite 261]] τό, entgegengestelltes Heer, Plut. Cleom 23 u. Sp., wie D. Sic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />troupe opposée à l'ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιτάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίταγμα''': -ατος, τό, ἀντιτασσομένη στρατιωτικὴ [[δύναμις]], Διόδ. 11. 67, Πλουτ. Κλεομ. 23. | |lstext='''ἀντίταγμα''': -ατος, τό, ἀντιτασσομένη στρατιωτικὴ [[δύναμις]], Διόδ. 11. 67, Πλουτ. Κλεομ. 23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, opposingforce, D.S.11.67, Plu.Cleom.23; of a person, 'a political force', Nic.2,Luc.38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fuerza militar de represión, ἀντίταγμα κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν D.S.11.67, cf. Plu.Cleom.23.
2 rival, oponente político, antagonista πρὸς τὴν Κλέωνος βδελυρίαν Plu.Nic.2, πρὸς τὴν Πομπηίου τυραννίδα Plu.Luc.38.
German (Pape)
[Seite 261] τό, entgegengestelltes Heer, Plut. Cleom 23 u. Sp., wie D. Sic.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
troupe opposée à l'ennemi.
Étymologie: ἀντιτάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίταγμα: -ατος, τό, ἀντιτασσομένη στρατιωτικὴ δύναμις, Διόδ. 11. 67, Πλουτ. Κλεομ. 23.
Greek Monolingual
ἀντίταγμα, το (Α)
1. αντίπαλη στρατιωτική δύναμη
2. (για πρόσωπο) πολιτικός αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀντίταγμα: -ατος, τό (ἀντιτάσσω), αντίθετη δύναμη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίταγμα: ατος τό
1) выставленное против (кого-л.) войско (ἀ. κατασκευάζειν ταῖς δυνάμεσιν Diod.; τῇ φάλαγγι τῶν Μακεδόνων Plut.);
2) перен. противодействие, средство борьбы (πρὸς Πλάτωνα Plut.).