ἀπαμφιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0277.png Seite 277]] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0277.png Seite 277]] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπημφίαζον, <i>ao.</i> ἀπημφίασα;<br />dévêtir, dépouiller, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀμφιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαμφιάζω''': ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸ περιβάλλον ἢ τὸ περικοσμοῦν, Πλούτ. 2. 406D. ― Μέσ., ἀπαμφιασάμενοι τὰ περίαπτα γυμνὴν ἐπιδείκνυνται τὴν [[ὑπόκρισιν]] Φίλων 1. 288. ἀπαμφιάζου πενθικὴν ἀμορφίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 8. 795. μεταφ., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη [[ἀλήθεια]] Φίλων 1. 263· ἀπαμφιάσαι γυμνὴν τὴν ψυχὴν Θεμίστ. 249D: ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαμφιασμός, Κορνοῦτος π. Θε. Φύσ. 30· ― καὶ -ασις, ἢ -εσις, ἡ, Διονύσ. Ἀρ., Κύριλλ.
|lstext='''ἀπαμφιάζω''': ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸ περιβάλλον ἢ τὸ περικοσμοῦν, Πλούτ. 2. 406D. ― Μέσ., ἀπαμφιασάμενοι τὰ περίαπτα γυμνὴν ἐπιδείκνυνται τὴν [[ὑπόκρισιν]] Φίλων 1. 288. ἀπαμφιάζου πενθικὴν ἀμορφίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 8. 795. μεταφ., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη [[ἀλήθεια]] Φίλων 1. 263· ἀπαμφιάσαι γυμνὴν τὴν ψυχὴν Θεμίστ. 249D: ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαμφιασμός, Κορνοῦτος π. Θε. Φύσ. 30· ― καὶ -ασις, ἢ -εσις, ἡ, Διονύσ. Ἀρ., Κύριλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπημφίαζον, <i>ao.</i> ἀπημφίασα;<br />dévêtir, dépouiller, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀμφιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμφιάζω Medium diacritics: ἀπαμφιάζω Low diacritics: απαμφιάζω Capitals: ΑΠΑΜΦΙΑΖΩ
Transliteration A: apamphiázō Transliteration B: apamphiazō Transliteration C: apamfiazo Beta Code: a)pamfia/zw

English (LSJ)

A take off a garment, doff it, Plu.2.406d, Ph.2.393: metaph., γαῖαν AP7.49 (Bianor); ἀπαμφιάσαντες τὴν ψυχήν Them. Or.21.249d:—Med., ἀπαμφιάσασθαι τὰ περίαπτα Ph.1.288: metaph., lay bare, reveal, τὰ κεκρυμμένα Id.2.310:—Pass., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Id.1.362. 2 strip off, βῶλον AP7.76 (Diosc.):— hence substantive ἀπαμφίασις, εως, ἡ, putting off, dub. in J.AJ19.2.5.

Spanish (DGE)

I 1quitarse, despojarse de τὴν ἐσθῆτα Ph.2.393, ξυστίδας μαλακάς Plu.2.406d
en v. med. desnudarse, desembarazarse de τὰ περίαπτα Ph.1.288.
2 fig. desvelar τὰ κεκρυμμένα Ph.2.310
en v. pas. γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Ph.1.362.
II arrebatar τἀνδρὸς τὴν ὀλίγην βῶλον de una tumba AP 7.76 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 277] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπημφίαζον, ao. ἀπημφίασα;
dévêtir, dépouiller, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀμφιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμφιάζω: ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸ περιβάλλον ἢ τὸ περικοσμοῦν, Πλούτ. 2. 406D. ― Μέσ., ἀπαμφιασάμενοι τὰ περίαπτα γυμνὴν ἐπιδείκνυνται τὴν ὑπόκρισιν Φίλων 1. 288. ἀπαμφιάζου πενθικὴν ἀμορφίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 8. 795. μεταφ., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Φίλων 1. 263· ἀπαμφιάσαι γυμνὴν τὴν ψυχὴν Θεμίστ. 249D: ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαμφιασμός, Κορνοῦτος π. Θε. Φύσ. 30· ― καὶ -ασις, ἢ -εσις, ἡ, Διονύσ. Ἀρ., Κύριλλ.

Greek Monolingual

ἀπαμφιάζω (Α)
1. (για ενδύματα) βγάζω, αποβάλλω
2. μτφ. απογυμνώνω
3. μέσ. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμφιάζω:
1) снимать (ξυστίδας Plut.);
2) смывать (τὸν βῶλον ὕδατι Anth.).