Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0259.png Seite 259]] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0259.png Seite 259]] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire la guerre contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιπόλεμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπολεμέω''': πολεμῶ [[ἐναντίον]] τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, [[ἐπειδὴ]] δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.
|lstext='''ἀντιπολεμέω''': πολεμῶ [[ἐναντίον]] τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, [[ἐπειδὴ]] δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire la guerre contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιπόλεμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολεμέω Medium diacritics: ἀντιπολεμέω Low diacritics: αντιπολεμέω Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: antipoleméō Transliteration B: antipolemeō Transliteration C: antipolemeo Beta Code: a)ntipoleme/w

English (LSJ)

wage war against, Th.3.39: c. dat., Pl.Criti.112e, X.Cyr.7.2.24: c. acc., LXXIs.41.12:—Pass., to be warred against, D.C.38.40.

Spanish (DGE)

ir a la guerra contra abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23
c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.Criti.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.Cyr.7.2.24, αὐτῷ Plu.Fluu.1.6
c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX Is.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez D.C.38.40.6.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la guerre contre.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολεμέω: πολεμῶ ἐναντίον τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.

Greek Monotonic

ἀντιπολεμέω: μέλ. -ήσω, υποκινώ πόλεμο εναντίον άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολεμέω: вести (ответную) войну, воевать против (Thuc.; τινι Xen., Plat., Plut.).

Middle Liddell


to urge war against others, Thuc., etc.; c. dat., Xen.