ἀποκολυμβάω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] durch Schwimmen entkommen, Thuc. 4, 25. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] durch Schwimmen entkommen, Thuc. 4, 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se sauver à la nage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κολυμβάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκολυμβάω''': σῴζομαι κολυμβῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1. | |lstext='''ἀποκολυμβάω''': σῴζομαι κολυμβῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:30, 2 October 2022
English (LSJ)
dive and swim away, Th.4.25, D.C.49.1.
Spanish (DGE)
tirarse al agua, salvarse a nado en el mar μίαν ναῦν ... ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Th.4.25, εἰς τὰν θά[λασ] σαν IG 42.122.20 (Epidauro IV a.C.), εἰς τὸν ποταμόν UPZ 19.11 (II a.C.), φθειρομένων ... τῶν σκαφῶν ἀπεκολύμβησαν D.C.49.1.5.
German (Pape)
[Seite 308] durch Schwimmen entkommen, Thuc. 4, 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se sauver à la nage.
Étymologie: ἀπό, κολυμβάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολυμβάω: σῴζομαι κολυμβῶν, ἐξέρχομαι εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1.
Greek Monotonic
ἀποκολυμβάω: μέλ. -ήσω, σώζομαι κολυμπώντας, βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά μετά από ναυάγιο πλοίου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκολυμβάω: спасаться вплавь Thuc.