ἀριστοποιέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />préparer le déjeuner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀριστοποιέομαι]], [[ἀριστοποιοῦμαι]] préparer son déjeuner, déjeuner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]]², [[ποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστοποιέω''': [[παρασκευάζω]] ἄριστον, τὰ ἀριστοποιούμενα, τὰ παρασκευασθένα διὰ τὸ ἄριστον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Θουκ. 4. 30., 8. 95, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 1., 4. 3, 9, κτλ.· ἠριστοπεποίηντο [[εἶναι]] [[τύπος]] πλημμελὴς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, διορθωθεὶς ἤδη ἐκ χειρογρ. εἰς τὸ ὀρθὸν ἠριστοποίηντο. ― ἐκ τοῦ ῥήματος τούτου ἔγεινε τὸ οὐσιαστ. ἀριστοποιία, ἡ, τὸ ἀριστοποιεῖσθαι, Ὀνησάνδ. Στρατηγ. 12. | |lstext='''ἀριστοποιέω''': [[παρασκευάζω]] ἄριστον, τὰ ἀριστοποιούμενα, τὰ παρασκευασθένα διὰ τὸ ἄριστον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Θουκ. 4. 30., 8. 95, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 1., 4. 3, 9, κτλ.· ἠριστοπεποίηντο [[εἶναι]] [[τύπος]] πλημμελὴς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, διορθωθεὶς ἤδη ἐκ χειρογρ. εἰς τὸ ὀρθὸν ἠριστοποίηντο. ― ἐκ τοῦ ῥήματος τούτου ἔγεινε τὸ οὐσιαστ. ἀριστοποιία, ἡ, τὸ ἀριστοποιεῖσθαι, Ὀνησάνδ. Στρατηγ. 12. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:45, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, X.HG4.5.1:—mostly in Med., get one's breakfast, Th.4.30, 8.95, X.An.3.3.1, 4.3.9, Onos.42.10, etc.; ἠριστοποίηντο X. HG4.5.8.
German (Pape)
[Seite 352] ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
préparer le déjeuner;
Moy. ἀριστοποιέομαι, ἀριστοποιοῦμαι préparer son déjeuner, déjeuner.
Étymologie: ἄριστον², ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοποιέω: παρασκευάζω ἄριστον, τὰ ἀριστοποιούμενα, τὰ παρασκευασθένα διὰ τὸ ἄριστον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Θουκ. 4. 30., 8. 95, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 1., 4. 3, 9, κτλ.· ἠριστοπεποίηντο εἶναι τύπος πλημμελὴς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, διορθωθεὶς ἤδη ἐκ χειρογρ. εἰς τὸ ὀρθὸν ἠριστοποίηντο. ― ἐκ τοῦ ῥήματος τούτου ἔγεινε τὸ οὐσιαστ. ἀριστοποιία, ἡ, τὸ ἀριστοποιεῖσθαι, Ὀνησάνδ. Στρατηγ. 12.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοποιέω:
1) готовить завтрак: τὰ ἀριστοποιούμενα Xen. завтрак;
2) med. завтракать Thuc., Xen., Dem., Plut.
Middle Liddell
to prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, Xen.:—mostly in Mid. to get one's breakfast, Thuc., Xen.