ἀρωματικός: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] gewürzhaft, Plut. an seni 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] gewürzhaft, Plut. an seni 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />aromatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρωματικός''': -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, [[ἀρωματώδης]], [[εὐώδης]], τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ [[ῥίζα]] ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ [[φλοιός]], τινῶν τὸ [[ξύλον]] Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B. | |lstext='''ἀρωματικός''': -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, [[ἀρωματώδης]], [[εὐώδης]], τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ [[ῥίζα]] ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ [[φλοιός]], τινῶν τὸ [[ξύλον]] Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, aromatic, δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f; -κόν, τό, ib.791b; -κή (sc. ὠνή), ἡ, contract for supply of spices, Röm.Mitt.13.121.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 aromático δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f, ὁ ἀ. κάλαμος Gal.11.853, φυτόν Hsch.s.u. ξειρίς, εἴδη ἀρωματικά especies aromáticas, PAnt.32.25 (IV d.C.)
•ἀρωματικὴ ἐργασία negocio de perfumes, PFay.93.7 (II d.C.).
2 subst. τὸ ἀ. la propiedad aromática Plu.2.791b
•ἡ ἀρωματική contrata de abastecimiento de perfumes ἀρωματικῆς τῶν κυρίων καισάρων (sello) de la contrata imperial de perfumes, IGR 1.1375, cf. 1376 (II d.C.)
•tb. en plu. ὑποδέκτης ἀρωματικῶν PSI 1264.11 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 368] gewürzhaft, Plut. an seni 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματικός: -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, ἀρωματώδης, εὐώδης, τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ ῥίζα ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ φλοιός, τινῶν τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρωματικός, -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]
αυτός που αναδίνει άρωμα, ο ευωδιαστός.