Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστεΐζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] dep. med., sich wie ein Städter, wie ein seiner, witziger Mensch betragen, so sprechen, [[περί]] τινος Plut. Marcell. 21. – Das act. ἀστεΐζω führt St. B. v. [[ἄστυ]] an.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] dep. med., sich wie ein Städter, wie ein seiner, witziger Mensch betragen, so sprechen, [[περί]] τινος Plut. Marcell. 21. – Das act. ἀστεΐζω führt St. B. v. [[ἄστυ]] an.
}}
{{bailly
|btext=parler habilement, adroitement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστεῖος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστεΐζομαι''': ἀποθ. ἀστειολογῶ, εὐφυολογῶ, Πλουτ. Μάρκελ. 21. τὸ ἐνεργ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἄστυ· [[προσέτι]], ἀστειεύομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Εἰρ. 369: - ἀστειορρημονέω, Ζωναρ.· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀστεϊζόμενος· ὡραϊζόμενος»· - κατὰ τὰ Α. Β. 454. 14, «ἀστεΐζεσθαι, τὸ χαριεντίζεσθαι» καὶ κατωτέρω, «ἀστεΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται».
|lstext='''ἀστεΐζομαι''': ἀποθ. ἀστειολογῶ, εὐφυολογῶ, Πλουτ. Μάρκελ. 21. τὸ ἐνεργ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἄστυ· [[προσέτι]], ἀστειεύομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Εἰρ. 369: - ἀστειορρημονέω, Ζωναρ.· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀστεϊζόμενος· ὡραϊζόμενος»· - κατὰ τὰ Α. Β. 454. 14, «ἀστεΐζεσθαι, τὸ χαριεντίζεσθαι» καὶ κατωτέρω, «ἀστεΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται».
}}
{{bailly
|btext=parler habilement, adroitement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστεῖος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεΐζομαι Medium diacritics: ἀστεΐζομαι Low diacritics: αστεΐζομαι Capitals: ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Transliteration A: asteḯzomai Transliteration B: asteizomai Transliteration C: asteizomai Beta Code: a)stei/+zomai

English (LSJ)

write or talk wittily or eloquently, Str.13.4.11, J.Ap.2.9, Demetr.Eloc.149, Plu.Marc.21; talk speciously, Ph.2.123:—Act. in St.Byz. s.v. ἄστυ.

German (Pape)

[Seite 375] dep. med., sich wie ein Städter, wie ein seiner, witziger Mensch betragen, so sprechen, περί τινος Plut. Marcell. 21. – Das act. ἀστεΐζω führt St. B. v. ἄστυ an.

French (Bailly abrégé)

parler habilement, adroitement.
Étymologie: ἀστεῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεΐζομαι: ἀποθ. ἀστειολογῶ, εὐφυολογῶ, Πλουτ. Μάρκελ. 21. τὸ ἐνεργ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἄστυ· προσέτι, ἀστειεύομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Εἰρ. 369: - ἀστειορρημονέω, Ζωναρ.· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀστεϊζόμενος· ὡραϊζόμενος»· - κατὰ τὰ Α. Β. 454. 14, «ἀστεΐζεσθαι, τὸ χαριεντίζεσθαι» καὶ κατωτέρω, «ἀστεΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται».

Greek Monolingual

(AM ἀστεΐζομαι) αστείος
γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω.

Greek Monotonic

ἀστεΐζομαι: αποθ., μιλώ ευφυώς, αστειεύομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεΐζομαι: рассуждать по-городскому, т. е. тонко (περί τινος Plut.).

Middle Liddell

ἀστεῖος
Dep. to talk cleverly, Plut.