ἀφεστήξω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)festh/cw
|Beta Code=a)festh/cw
|Definition=Att. intr. fut. from [[ἀφέστηκα]], I [[shall be absent]], [[away from]], τινός <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>587b</span>; I [[shall desert]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.4.5</span>.
|Definition=Att. intr. fut. from [[ἀφέστηκα]], I [[shall be absent]], [[away from]], τινός <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>587b</span>; I [[shall desert]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.4.5</span>.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.ant. de</i> [[ἀφίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφεστήξω''': παλαιὸς Ἀττ. ἀμετάβ. μέλλ. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀφεστηκα. θὰ [[λείπω]], θὰ εἶμαι μακρὰν ἀπό..., τινὸς Πλάτ. Πολ. 587Β, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. ― Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. τεθνήξω καὶ ἴδε Βουττμ. Ἀνώμαλ. Ρήμ. ἐν λ. [[ἵστημι]].
|lstext='''ἀφεστήξω''': παλαιὸς Ἀττ. ἀμετάβ. μέλλ. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀφεστηκα. θὰ [[λείπω]], θὰ εἶμαι μακρὰν ἀπό..., τινὸς Πλάτ. Πολ. 587Β, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. ― Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. τεθνήξω καὶ ἴδε Βουττμ. Ἀνώμαλ. Ρήμ. ἐν λ. [[ἵστημι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.ant. de</i> [[ἀφίστημι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεστήξω Medium diacritics: ἀφεστήξω Low diacritics: αφεστήξω Capitals: ΑΦΕΣΤΗΞΩ
Transliteration A: aphestḗxō Transliteration B: aphestēxō Transliteration C: afestikso Beta Code: a)festh/cw

English (LSJ)

Att. intr. fut. from ἀφέστηκα, I shall be absent, away from, τινός Pl.R.587b; I shall desert, X.An.2.4.5.

French (Bailly abrégé)

f.ant. de ἀφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεστήξω: παλαιὸς Ἀττ. ἀμετάβ. μέλλ. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀφεστηκα. θὰ λείπω, θὰ εἶμαι μακρὰν ἀπό..., τινὸς Πλάτ. Πολ. 587Β, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. ― Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. τεθνήξω καὶ ἴδε Βουττμ. Ἀνώμαλ. Ρήμ. ἐν λ. ἵστημι.

Greek Monotonic

ἀφεστήξω: αρχ. Αττ. μέλ. σχημ. από ἀφ-έστηκα (παρακ. του ἀφίστημι), θα είμαι απών, θα απομακρυνθώ, θα είμαι μακριά από, τινός, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεστήξω: fut. к ἀφίστημι.

Middle Liddell

[old Attic future formed from ἀφέστηκα fut pf. of ἀφίστημι
I shall be absent, away from, τινός Plat., Xen.