ἐμπορευτέα: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que partir]], [[hay que ponerse en camino]], [[ἄνευ]] σκάνδικος ἐ. Ar.<i>Ach</i>.480. | |dgtxt=[[hay que partir]], [[hay que ponerse en camino]], [[ἄνευ]] σκάνδικος ἐ. Ar.<i>Ach</i>.480. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἐμπορεύομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπορευτέα''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, [[ἄνευ]] σκάνδικος [[ἐμπορευτέα]] Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480. | |lstext='''ἐμπορευτέα''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, [[ἄνευ]] σκάνδικος [[ἐμπορευτέα]] Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 2 October 2022
English (LSJ)
one must tramp, Ar.Ach.480.
Spanish (DGE)
hay que partir, hay que ponerse en camino, ἄνευ σκάνδικος ἐ. Ar.Ach.480.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἐμπορεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.
Greek Monotonic
ἐμπορευτέα: ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει κάποιος να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἐμπορεύομαι adj verb. adj. of ἐμπορεύομαι
one must go or tramp, Ar.