ἐξελεύθερος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />affranchi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλεύθερος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξελεύθερος''': ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου [[ἐλεύθερος]] γενόμενος, [[ἀπελεύθερος]], Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον, «[[ἀπελεύθερος]] καὶ [[ἐξελεύθερος]] διαφέρουσιν· [[ἀπελεύθερος]] μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, [[ἐξελεύθερος]] δὲ ὁ γενόμενος διὰ [[χρέα]] [[προσήλυτος]], ἢ κατ’ [[ἄλλην]] τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, [[εἶτα]] ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ [[χρῆσις]] ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί». | |lstext='''ἐξελεύθερος''': ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου [[ἐλεύθερος]] γενόμενος, [[ἀπελεύθερος]], Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον, «[[ἀπελεύθερος]] καὶ [[ἐξελεύθερος]] διαφέρουσιν· [[ἀπελεύθερος]] μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, [[ἐξελεύθερος]] δὲ ὁ γενόμενος διὰ [[χρέα]] [[προσήλυτος]], ἢ κατ’ [[ἄλλην]] τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, [[εἶτα]] ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ [[χρῆσις]] ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, freedman, Hyp.Fr.197, Cic.Att.6.5.1: fem. -έρα IG14.1907.—The special application of ἐ. to a released debtor (cf. Ammon.p.23 V., Eust.1751.2) is not confirmed by usage; ἐξ- and ἀπελεύθερος are used of the same person by D.C.39.38.
German (Pape)
[Seite 876] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
affranchi.
Étymologie: ἐξ, ἐλεύθερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου ἐλεύθερος γενόμενος, ἀπελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον, «ἀπελεύθερος καὶ ἐξελεύθερος διαφέρουσιν· ἀπελεύθερος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσήλυτος, ἢ κατ’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, εἶτα ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ χρῆσις ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί».
Greek Monolingual
ἐξελεύθερος, ο (Α) ελεύθερος
δούλος (πιθανώς για χρέη) που απέκτησε την ελευθερία του.
Greek Monotonic
ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, αυτός που από δούλος γίνεται ελεύθερος, απελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, σε Κικ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελεύθερος: ὁ вольноотпущенник Cic.
Middle Liddell
ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, n
set at liberty, a freedman, Lat. libertus, libertinus, Cic.