ἐξεπίτηδες: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; [[οὔκουν]] δικαστὰς ἐξ. ἡ [[πόλις]] ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; [[εὑρεῖν]] Luc. Alex. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; [[οὔκουν]] δικαστὰς ἐξ. ἡ [[πόλις]] ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; [[εὑρεῖν]] Luc. Alex. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à dessein.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπίτηδες]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεπίτηδες''': Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) [[ἐξεπίτηδες]], μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.
|lstext='''ἐξεπίτηδες''': Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) [[ἐξεπίτηδες]], μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à dessein.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπίτηδες]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπίτηδες Medium diacritics: ἐξεπίτηδες Low diacritics: εξεπίτηδες Capitals: ΕΞΕΠΙΤΗΔΕΣ
Transliteration A: exepítēdes Transliteration B: exepitēdes Transliteration C: eksepitides Beta Code: e)cepi/thdes

English (LSJ)

Adv. A = ἐπίτηδες, on purpose, Hp.Art.47, Ar.Pl.916, Pl.Grg.461c, al., Men.Epit.328. 2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.

German (Pape)

[Seite 877] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
à dessein.
Étymologie: ἐξ, ἐπίτηδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίτηδες: Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) ἐξεπίτηδες, μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.

Greek Monolingual

και ξεπίτηδεςἐξεπίτηδες) επίτηδες
επίρρ.
1. σκόπιμα, εκ προθέσεως
2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό.

Greek Monotonic

ἐξεπίτηδες: επίρρ., εξεπίτηδες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή διάθεση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπίτηδες: adv.
1) (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);
2) упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);
3) усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);
4) со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).

Middle Liddell

adverb
of set purpose, Ar., Plat.: with malice prepense, Dem.

English (Woodhouse)

on purpose

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)