ἐπαναρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)panarri/ptw
|Beta Code=e)panarri/ptw
|Definition=or ἐπανα-έω, [[throw up in the air]]: seeminglyintr. (sc. [[ἑαυτόν]]), [[spring high in the air]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span> 5.4</span>.
|Definition=or ἐπανα-έω, [[throw up in the air]]: seeminglyintr. (sc. [[ἑαυτόν]]), [[spring high in the air]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span> 5.4</span>.
}}
{{bailly
|btext=lancer en l'air.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναρρίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαναρρίπτω''': ἢ -έω, [[ἀναρρίπτω]] εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.
|lstext='''ἐπαναρρίπτω''': ἢ -έω, [[ἀναρρίπτω]] εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=lancer en l'air.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναρρίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναρρίπτω Medium diacritics: ἐπαναρρίπτω Low diacritics: επαναρρίπτω Capitals: ΕΠΑΝΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: epanarríptō Transliteration B: epanarriptō Transliteration C: epanarripto Beta Code: e)panarri/ptw

English (LSJ)

or ἐπανα-έω, throw up in the air: seeminglyintr. (sc. ἑαυτόν), spring high in the air, X.Cyn. 5.4.

French (Bailly abrégé)

lancer en l'air.
Étymologie: ἐπί, ἀναρρίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναρρίπτω: ἢ -έω, ἀναρρίπτω εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.

Greek Monolingual

ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, -έω (Α)
1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα
2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα.

Greek Monotonic

ἐπαναρρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω στον αέρα, αμτβ., (ενν. το ἑαυτόν), εκτινάζομαι, πηδώ ψηλά στον αέρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to throw up in the air: intr. (sub. ἑαυτόν) to spring high in the air, Xen.