ἐπισπερχής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er [[τρίχωμα]] μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er [[τρίχωμα]] μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />actif, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπέρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισπερχής''': -ές, [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».
|lstext='''ἐπισπερχής''': -ές, [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />actif, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπέρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπερχής Medium diacritics: ἐπισπερχής Low diacritics: επισπερχής Capitals: ΕΠΙΣΠΕΡΧΗΣ
Transliteration A: episperchḗs Transliteration B: episperchēs Transliteration C: episperchis Beta Code: e)pisperxh/s

English (LSJ)

ές, hasty, hurried, μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. Phgn.808a7, cf.807b5. Adv.-χῶς X.Cyr.4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10.

German (Pape)

[Seite 981] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
actif, empressé.
Étymologie: ἐπισπέρχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπερχής: -ές, ὁρμητικός, σφοδρός, τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».

Greek Monolingual

ἐπισπερχής, -ές (Α)
ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

ἐπισπερχής: -ές, ορμητικός, σφοδρός· επίρρ. -χῶς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπερχής: стремительный, поспешный, торопливый Arst.

Middle Liddell

ἐπισπερχής, ές
hasty, hurried: adv. -χῶς, Xen. [from ἐπισπέρχω