ἑκατογκεφάλας: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0752.png Seite 752]] ὁ, = Folgdm; [[Τυφώς]] Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0752.png Seite 752]] ὁ, = Folgdm; [[Τυφώς]] Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.
}}
{{bailly
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκᾰτογκεφάλας''': γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· [[προσέτι]] ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.
|lstext='''ἑκᾰτογκεφάλας''': γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· [[προσέτι]] ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.
}}
{{bailly
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 15:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτογκεφάλας Medium diacritics: ἑκατογκεφάλας Low diacritics: εκατογκεφάλας Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΕΦΑΛΑΣ
Transliteration A: hekatonkephálas Transliteration B: hekatonkephalas Transliteration C: ekatogkefalas Beta Code: e(katogkefa/las

English (LSJ)

[φᾰ], α, οξ, hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκεφάλας) -α
• Prosodia: [-φᾰ-]
de cien cabezas de Tifón, Pi.O.4.7, Ar.Nu.336.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.

English (Slater)

ἑκᾰτογκεφᾰλας hundred-headed ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος (O. 4.7) cf. Σ. Hom. Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατὸν ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b.

Greek Monotonic

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκεφάλας: α adj. Pind., Arph. = ἑκατογκέφαλος.

Middle Liddell

κεφαλή
hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.