ἕκπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0773.png Seite 773]] sechs Plethren, also ein Stadium lang, [[ἀγών]], = [[στάδιον]], Eur. El. 883; [[δρόμος]] Med. 1181.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0773.png Seite 773]] sechs Plethren, also ein Stadium lang, [[ἀγών]], = [[στάδιον]], Eur. El. 883; [[δρόμος]] Med. 1181.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de six plèthres.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕκπλεθρος''': -ον, ἔχων [[μῆκος]] ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = [[στάδιον]], Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. [[δρόμος]] ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.
|lstext='''ἕκπλεθρος''': -ον, ἔχων [[μῆκος]] ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = [[στάδιον]], Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. [[δρόμος]] ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de six plèthres.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκπλεθρος Medium diacritics: ἕκπλεθρος Low diacritics: έκπλεθρος Capitals: ΕΚΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: hékplethros Transliteration B: hekplethros Transliteration C: ekplethros Beta Code: e(/kpleqros

English (LSJ)

ον, six plethra long, Phryn.387; in ἕ. ἀγών, = στάδιον, E.El.883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.Med.1181 (where Sch. expl. μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον) . is the better reading, narrowing.

Spanish (DGE)

v. ἑξάπλεθρος.

German (Pape)

[Seite 773] sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six plèthres.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκπλεθρος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = στάδιον, Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. δρόμος ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.

Greek Monolingual

ἕκπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.

Greek Monotonic

ἕκπλεθρος: -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἕκπλεθρος: равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) (δρόμος Eur.).

Middle Liddell

ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, πλέθρον
six plethra long, Eur.