ὀρφανεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.
}}
{{bailly
|btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνεύω''': [[φροντίζω]] περὶ ὀρφανῶν, [[ἀνατρέφω]] ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = [[ὀρφανός]] εἰμι, εἶμαι [[ὀρφανός]], [[αὐτόθι]] 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.
|lstext='''ὀρφᾰνεύω''': [[φροντίζω]] περὶ ὀρφανῶν, [[ἀνατρέφω]] ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = [[ὀρφανός]] εἰμι, εἶμαι [[ὀρφανός]], [[αὐτόθι]] 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.
}}
{{bailly
|btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:47, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνεύω Medium diacritics: ὀρφανεύω Low diacritics: ορφανεύω Capitals: ΟΡΦΑΝΕΥΩ
Transliteration A: orphaneúō Transliteration B: orphaneuō Transliteration C: orfaneyo Beta Code: o)rfaneu/w

English (LSJ)

take care of orphans, rear orphans, τέκνα, παῖδας, Id.Alc.165, 297:—Pass., c. fut. Med., ὀρφανεύομαι = to be an orphan, ib.535, Hipp.847, Supp.1132.

German (Pape)

[Seite 388] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.

French (Bailly abrégé)

élever un orphelin ou des orphelins ; Pass. être élevé comme orphelin, être orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνεύω: φροντίζω περὶ ὀρφανῶν, ἀνατρέφω ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = ὀρφανός εἰμι, εἶμαι ὀρφανός, αὐτόθι 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.

Greek Monolingual

και αρφανεύω (Α ορφανεύω) ορφανός
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.

Greek Monotonic

ὀρφᾰνεύω: μέλ. -σω, φροντίζω, ανατρέφω ορφανά, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., είμαι ορφανός, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνεύω:
1) (о сиротах), окружать заботами, заботливо воспитывать, призревать (παῖδας Eur.);
2) med. осиротеть, стать сиротой (τέκνα ὀρφανεύεται Eur.).

Middle Liddell

ὀρφᾰνεύω, fut. -σω
to take care of, rear orphans, Eur.: —Pass. c. fut. mid. to be an orphan, Eur.