ὀρέστερος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] poet. = [[ὀρεινός]] (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von [[ὀρήεις]], für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; [[ὄρειος]] θήρ, Eur. Hec. 1058; [[λέων]], Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] poet. = [[ὀρεινός]] (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von [[ὀρήεις]], für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; [[ὄρειος]] θήρ, Eur. Hec. 1058; [[λέων]], Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ὀρεινός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρέστερος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀρεινός]], ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· [[παρθένος]] Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ὄρος]] (τὸ) ὡς τὸ [[ἀγρότερος]] ἐκ τοῦ [[ἀγρός]], οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12). | |lstext='''ὀρέστερος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀρεινός]], ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· [[παρθένος]] Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ὄρος]] (τὸ) ὡς τὸ [[ἀγρότερος]] ἐκ τοῦ [[ἀγρός]], οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, poet. for ὀρεινός, epithet of a snake, Il.22.93; of wolves and lions, Od.10.212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)
German (Pape)
[Seite 373] poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος θήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. ὀρεινός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· παρθένος Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὄρος (τὸ) ὡς τὸ ἀγρότερος ἐκ τοῦ ἀγρός, οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12).
English (Autenrieth)
(ὄρος, cf. ἀγρότερος): of the mountains, mountain-, dragon, wolves, Il. 22.93, Od. 10.212.
Greek Monolingual
ὀρέστερος, -έρα, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα -τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)].
Greek Monotonic
ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρέστερος: Hom., Soph., Eur. = ὀρεινός.
Middle Liddell
ὀρέστερος, η, ον [poetic for ὀρεινός II, Hom., Trag.]