ὁμομαστιγίας: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon de fouet, <i>càd</i> d’esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[μαστιγίας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμομαστῑγίας''': -ου, ὁ, [[ὁμόδουλος]] (πρβλ. [[μαστιγίας]]), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.
|lstext='''ὁμομαστῑγίας''': -ου, ὁ, [[ὁμόδουλος]] (πρβλ. [[μαστιγίας]]), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon de fouet, <i>càd</i> d’esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[μαστιγίας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμομαστῑγίας Medium diacritics: ὁμομαστιγίας Low diacritics: ομομαστιγίας Capitals: ΟΜΟΜΑΣΤΙΓΙΑΣ
Transliteration A: homomastigías Transliteration B: homomastigias Transliteration C: omomastigias Beta Code: o(momastigi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, fellow-knave (cf. μαστιγίας), of Zeus (i.e. Zeus Δούλιος acc. to Sch.), Ar.Ra.756.

German (Pape)

[Seite 338] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon de fouet, càd d’esclavage.
Étymologie: ὁμός, μαστιγίας.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, ὁμόδουλος (πρβλ. μαστιγίας), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.

Greek Monolingual

ὁμομαστιγίας, ὁ (Α)
(ως χαρακτηρισμός του Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μαστιγίας (< μάστιξ)].

Greek Monotonic

ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, αυτός που ανήκει από κοινού στην τάξη των δούλων, ομόδουλος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμομαστῑγίας: ου ὁ шутл. товарищ по кнуту, т. е. по рабству Arph.