ὑπήκοον: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] τό, eine Pflanzenart, Diosc., hypecoum procumbens Linn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] τό, eine Pflanzenart, Diosc., hypecoum procumbens Linn.
}}
{{bailly
|btext=όου (τό) :<br />sorte de plante narcotique (hypecoum procumbens).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπήκοος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπήκοον''': τό, ναρκωτικόν τι φυτὸν ὀνομαζόμενον καὶ ὑπόφεων, «φύεται μὲν οὖν ἐν τῷ σίτῳ καὶ ταῖς ἀρούραις· φύλλα δὲ ἔχει πηγάνῳ ὅμοια, κλῶνας μικρούς· δύναμιν δὲ ἔχει ἀναλογοῦσαν τῷ τῆς μήκωνος ὀπῷ» Διοσκ. 4. 68, Γαλην.
|lstext='''ὑπήκοον''': τό, ναρκωτικόν τι φυτὸν ὀνομαζόμενον καὶ ὑπόφεων, «φύεται μὲν οὖν ἐν τῷ σίτῳ καὶ ταῖς ἀρούραις· φύλλα δὲ ἔχει πηγάνῳ ὅμοια, κλῶνας μικρούς· δύναμιν δὲ ἔχει ἀναλογοῦσαν τῷ τῆς μήκωνος ὀπῷ» Διοσκ. 4. 68, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=όου (τό) :<br />sorte de plante narcotique (hypecoum procumbens).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπήκοος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπήκοον Medium diacritics: ὑπήκοον Low diacritics: υπήκοον Capitals: ΥΠΗΚΟΟΝ
Transliteration A: hypḗkoon Transliteration B: hypēkoon Transliteration C: ypikoon Beta Code: u(ph/koon

English (LSJ)

τό, horned cummin, Hypecoum procumbens, Dsc.4.67, Plin.HN27.93.

German (Pape)

[Seite 1205] τό, eine Pflanzenart, Diosc., hypecoum procumbens Linn.

French (Bailly abrégé)

όου (τό) :
sorte de plante narcotique (hypecoum procumbens).
Étymologie: ὑπήκοος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήκοον: τό, ναρκωτικόν τι φυτὸν ὀνομαζόμενον καὶ ὑπόφεων, «φύεται μὲν οὖν ἐν τῷ σίτῳ καὶ ταῖς ἀρούραις· φύλλα δὲ ἔχει πηγάνῳ ὅμοια, κλῶνας μικρούς· δύναμιν δὲ ἔχει ἀναλογοῦσαν τῷ τῆς μήκωνος ὀπῷ» Διοσκ. 4. 68, Γαλην.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. υπήκοος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπήκοον: τό подвластное: τὸ ὑ. τῶν ξυμμάχων Thuc. подвластная часть союзников.