ὑλοβάτης: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233. | |lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ, one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
Greek Monolingual
ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυροβάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].
Greek Monotonic
ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοβάτης: дор. ὑλοβάτᾱς, ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.
Middle Liddell
ὑλο-βάτης, ου, ὁ,
one who haunts the woods, Anth.