ὑσγινοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(sginobafh/s
|Beta Code=u(sginobafh/s
|Definition=ές, (βάπτω) [[dipped]] or [[dyed in]] [[ὕσγινον]], i.e. [[scarlet]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.13</span>, <span class="bibl">Clearch.25</span>: τὰ ὑ. [[scarlet cloths]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>14</span>, <span class="bibl">Ath.12.539e</span>.
|Definition=ές, (βάπτω) [[dipped]] or [[dyed in]] [[ὕσγινον]], i.e. [[scarlet]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.13</span>, <span class="bibl">Clearch.25</span>: τὰ ὑ. [[scarlet cloths]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>14</span>, <span class="bibl">Ath.12.539e</span>.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[ὕσγινον]], [[βάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑσγῑνοβᾰφής''': -ές, ([[βάπτω]]) βεβαμμένον εἰς [[βάμμα]] [[ὕσγινον]], Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.
|lstext='''ὑσγῑνοβᾰφής''': -ές, ([[βάπτω]]) βεβαμμένον εἰς [[βάμμα]] [[ὕσγινον]], Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[ὕσγινον]], [[βάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσγῐνοβᾰφής Medium diacritics: ὑσγινοβαφής Low diacritics: υσγινοβαφής Capitals: ΥΣΓΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: hysginobaphḗs Transliteration B: hysginobaphēs Transliteration C: ysginovafis Beta Code: u(sginobafh/s

English (LSJ)

ές, (βάπτω) dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.

Greek Monolingual

-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής].

Greek Monotonic

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, πορφυροβαμμένος, άλικος, κατακόκκινος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑσγῑνοβᾰφής: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἀναξυρίδες Xen.).

Middle Liddell

ὑσγῑνο-βᾰφής, ές
dyed scarlet, Xen., Luc.