δάσμευσις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br />action de partager, distribution.<br />'''Étymologie:''' *δασμεύω, de [[δασμός]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de partager, distribution.<br />'''Étymologie:''' *δασμεύω, de [[δασμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δάσμευσις''': -εως, , = [[διαίρεσις]], [[διανομή]], Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.
|elnltext=δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.
}}
{{elru
|elrutext='''δάσμευσις:''' εως ἡ [[разделение]], [[раздел]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δάσμευσις:''' -εως, ἡ ([[δασμός]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δάσμευσις:''' -εως, ἡ ([[δασμός]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δάσμευσις:''' εως ἡ [[разделение]], [[раздел]] Xen.
|lstext='''δάσμευσις''': -εως, , = [[διαίρεσις]], [[διανομή]], Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.
}}
{{elnl
|elnltext=δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δασμός]]<br />a distributing, Xen.
|mdlsjtxt=[[δασμός]]<br />a distributing, Xen.
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσμευσις Medium diacritics: δάσμευσις Low diacritics: δάσμευσις Capitals: ΔΑΣΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dásmeusis Transliteration B: dasmeusis Transliteration C: dasmefsis Beta Code: da/smeusis

English (LSJ)

εως, ἡ, dividing, distributing, X.An.7.1.37.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.

Russian (Dvoretsky)

δάσμευσις: εως ἡ разделение, раздел Xen.

Greek Monolingual

δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.

Greek Monotonic

δάσμευσις: -εως, ἡ (δασμός), μοίρασμα, διανομή, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.

Middle Liddell

δασμός
a distributing, Xen.