δασύπους: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ποδος (ὁ) :<br />sorte de lièvre à pattes velues <i>(lepus timidus), animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[πούς]]. | |btext=ποδος (ὁ) :<br />sorte de lièvre à pattes velues <i>(lepus timidus), animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[πούς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δασύπους -οδος, ὁ haas. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾰσύπους:''' ποδος ὁ («[[мохноногий]]»):<br /><b class="num">1)</b> [[заяц]] (Lepus [[timidus]]) Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[кролик]] (Lepus [[cuniculus]]) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''δᾰσύπους:''' -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο [[λαγός]], σε Αριστ.· <i>λαγωὸς ὁ δ</i>., σε Βάβρ. | |lsmtext='''δᾰσύπους:''' -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο [[λαγός]], σε Αριστ.· <i>λαγωὸς ὁ δ</i>., σε Βάβρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δᾰσύπους''': ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων [[πόδα]], δηλ. [[λαγωός]], Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. [[κόνικλος]], Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[rough]]-[[foot]], i. e. a [[hare]], Arist.; λαγωὸς ὁ δ. Babr. | |mdlsjtxt=<br />[[rough]]-[[foot]], i. e. a [[hare]], Arist.; λαγωὸς ὁ δ. Babr. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ποδος, ὁ, A rough-foot, hairy-footed, i.e. hare, Lepus timidus, Cratin.400, Alc.Com.17, Antiph.133.6, Arist.HA511a31, LXXLe.11.5, etc.; λαγωὸς δ. Babr. 69.1: prov., χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα = the tortoise shall outrun the hare, Suid. II in Plin., Prob. rabbit, Lepus cuniculus, HN 8.219, 10.173.
Spanish (DGE)
(δᾰσύπους) -ποδος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
zool.
1 liebre, Lepus timidus o Lepus europaeus Cratin.434, Alc.Com.17, Antiph.131.6, Nausicr.2, Arist.HA 511a31, IG 12(2).72.5 (Mitilene III/II a.C.), LXX Le.11.5, De.14.7, Plu.2.730a, 971a, Hsch., prov. πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα Sud.
2 prob. conejo, Oryctolagus cuniculus Plin.HN 8.219, 10.173.
German (Pape)
[Seite 524] οδος, ὁ, der Rauchfuß, d. i. der Haase, Arist. H. A. öfter; Cratin. Poll. 5, 68 u. a. eom.; Ath. IX, 402 e; vgl. Plin. H. N. IX, 57, der den dasypus vom Hafen unterscheidet.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ) :
sorte de lièvre à pattes velues (lepus timidus), animal.
Étymologie: δασύς, πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύπους -οδος, ὁ haas.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύπους: ποδος ὁ («мохноногий»):
1) заяц (Lepus timidus) Arst.;
2) кролик (Lepus cuniculus) Plut.
Greek Monolingual
ο (AM δασύπους, -οδος)
όποιος έχει μαλλιαρά πόδια
νεοελλ.
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών
αρχ.
1. ο λαγός
2. (παροιμ. φρ. «χελώνη παραδραμείται δασύποδα» — η χελώνα θα ξεπεράσει τον λαγό.
Greek Monotonic
δᾰσύπους: -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο λαγός, σε Αριστ.· λαγωὸς ὁ δ., σε Βάβρ.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύπους: ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων πόδα, δηλ. λαγωός, Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. κόνικλος, Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.