κάπη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>d'ord. au pl.</i><br />crèche, mangeoire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κάπτω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>d'ord. au pl.</i><br />crèche, mangeoire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάπη''': , , (ἴδε [[κάπτω]]) [[θέσις]] διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, [[φάτνη]], ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι [[καπαῖος]], ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· [[ἤτοι]] φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
|elnltext=κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.
}}
{{elru
|elrutext='''κάπη:''' () ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κάπη:''' [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. <i>κάπῃσι</i>· (βλ. [[κάπτω]])· [[φάτνη]] για την [[τροφή]] των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κάπη:''' [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. <i>κάπῃσι</i>· (βλ. [[κάπτω]])· [[φάτνη]] για την [[τροφή]] των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάπη:''' () ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).
|lstext='''κάπη''': , , (ἴδε [[κάπτω]]) [[θέσις]] διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, [[φάτνη]], ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι [[καπαῖος]], ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· [[ἤτοι]] φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
}}
{{elnl
|elnltext=κάπη -ης, [~ κάπτω] voederbak.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπη Medium diacritics: κάπη Low diacritics: κάπη Capitals: ΚΑΠΗ
Transliteration A: kápē Transliteration B: kapē Transliteration C: kapi Beta Code: ka/ph

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (κάπτω) crib, manger, (ἵππους) κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as adverb, Suid.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
d'ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.

Russian (Dvoretsky)

κάπη: (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).

English (Autenrieth)

pl. dat. κάπῃσι: crib, manger, Od. 4.40, Il. 8.434.

Greek Monolingual

κάπη, ἡ (Α)
η φάτνη («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. κάπτω και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ ρίζα kap «λαμβάνω, πιάνω»].

Greek Monotonic

κάπη: [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτωφάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.

Frisk Etymological English

See also: s. κάπτω.

Middle Liddell

κᾰ́πη, ἡ, [v. κάπτω
a crib for the food of cattle, manger, Hom.

Frisk Etymology German

κάπη: {kápē}
Grammar: f.
Meaning: Krippe
See also: s. κάπτω.
Page 1,780

Translations

Armenian: կերատաշտ, մսուր; Bulgarian: хранилка, ясли; Catalan: pessebre; Chinese Mandarin: 食槽, 飼槽, 饲槽, 槽, 馬槽, 马槽; Czech: koryto, žlab; Dutch: kribbe; Esperanto: kripo; Finnish: kaukalo; French: mangeoire; Galician: maseira, manxadoira, presebe, cambeleira; Georgian: ბაგა; German: Krippe, Trog; Greek: παχνί, φάτνη; Ancient Greek: φάτνη, κάπη; Hebrew: אבוס‎; Hungarian: jászol; Icelandic: jata; Italian: mangiatoia; Gamale Kham: ताँद; Korean: 구유; Kurdish Northern Kurdish: afir; Middle English: manger; Norwegian Bokmål: krybbe; Plautdietsch: Kjrebb; Polish: żłób; Portuguese: manjedoura; Russian: корму́шка, я́сли; Slovene: jasli, korito; Spanish: pesebre; Swedish: krubba; Turkish: yemlik; Ukrainian: годівни́ця, я́сла