καλλιπόταμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐπόταμος:''' [[образующий красивую реку]] ([[ὕδατος]] [[νοτίς]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καλλιπότᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ. | |lsmtext='''καλλιπότᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πότᾰμος, ον<br />of [[beautiful]] rivers, Eur. | |mdlsjtxt=[[καλλι]]-πότᾰμος, ον<br />of [[beautiful]] rivers, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, of beautiful rivers, νοτίς E. Ph. 645 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).
Greek Monolingual
καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).
Greek Monotonic
καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.