καινοπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καινοπηγής''': -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
|elnltext=καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.
}}
{{elru
|elrutext='''καινοπηγής:''' новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый ([[σάκος]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καινοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καινοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καινοπηγής:''' новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый ([[σάκος]] Aesch.).
|lstext='''καινοπηγής''': -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
}}
{{elnl
|elnltext=καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καινο-πηγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[newly]] put [[together]], newmade, Aesch.
|mdlsjtxt=καινο-πηγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[newly]] put [[together]], newmade, Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπηγής Medium diacritics: καινοπηγής Low diacritics: καινοπηγής Capitals: ΚΑΙΝΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: kainopēgḗs Transliteration B: kainopēgēs Transliteration C: kainopigis Beta Code: kainophgh/s

English (LSJ)

ές, newly put together, new-made, A.Th.642.

German (Pape)

[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.

Russian (Dvoretsky)

καινοπηγής: новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый (σάκος Aesch.).

Greek Monolingual

καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυπηγής, νεοπηγής].

Greek Monotonic

καινοπηγής: -ές (πήγνυμι), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.

Middle Liddell

καινο-πηγής, ές πήγνυμι
newly put together, newmade, Aesch.