καλλίμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />de belle forme, beau, bien fait.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />de belle forme, beau, bien fait.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[μορφή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίμορφος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, [[δέμας]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.
|elnltext=καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίμορφος:''' [[красивый]], [[прекрасный]], [[изящный]] ([[δέμας]], χορὸς τέκνων Eur.; [[νέος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καλλίμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει [[καλή]] [[μορφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλίμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει [[καλή]] [[μορφή]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίμορφος:''' [[красивый]], [[прекрасный]], [[изящный]] ([[δέμας]], χορὸς τέκνων Eur.; [[νέος]] Plut.).
|lstext='''καλλίμορφος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, [[δέμας]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλί-μορφος, ον [[μορφή]]<br />[[beautifully]] shaped or formed, Eur.
|mdlsjtxt=καλλί-μορφος, ον [[μορφή]]<br />[[beautifully]] shaped or formed, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίμορφος Medium diacritics: καλλίμορφος Low diacritics: καλλίμορφος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kallímorphos Transliteration B: kallimorphos Transliteration C: kallimorfos Beta Code: kalli/morfos

English (LSJ)

ον, beautifully formed, δέμας E.Andr.1155; Χορὸς τέκνων Id.HF925; ταὧς Antiph.175.5.

German (Pape)

[Seite 1310] schön gestaltet; δέμας Eur. Andr. 1150; χορὸς τέκνων Herc. Fur. 925; vom Pfau, Antiphan. bei Ath. XV, 655 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de belle forme, beau, bien fait.
Étymologie: καλός, μορφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.

Russian (Dvoretsky)

καλλίμορφος: красивый, прекрасный, изящный (δέμας, χορὸς τέκνων Eur.; νέος Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίμορφος, -ον)
1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαόμορφος, ποικιλόμορφος].

Greek Monotonic

καλλίμορφος: -ον (μορφή), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει καλή μορφή, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίμορφος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, δέμας Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.

Middle Liddell

καλλί-μορφος, ον μορφή
beautifully shaped or formed, Eur.