καθαιρέτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />qui renverse, destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui renverse, destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθαιρέτης''': -ου, ὁ, καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1.
|elnltext=καθαιρέτης -ου, ὁ [καθαιρέω] vernietiger.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαιρέτης:''' ου ὁ истребитель, покоритель (πολεμίων Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καθαιρέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.
|lsmtext='''καθαιρέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαιρέτης:''' ου ὁ истребитель, покоритель (πολεμίων Thuc.).
|lstext='''καθαιρέτης''': -ου, ὁ, καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαιρέτης -ου, ὁ [καθαιρέω] vernietiger.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καθαιρέτης]], ου,<br />a putter [[down]], overthrower, Thuc. [from [[καθαιρέω]]
|mdlsjtxt=[[καθαιρέτης]], ου,<br />a putter [[down]], overthrower, Thuc. [from [[καθαιρέω]]
}}
}}

Revision as of 20:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιρέτης Medium diacritics: καθαιρέτης Low diacritics: καθαιρέτης Capitals: ΚΑΘΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: kathairétēs Transliteration B: kathairetēs Transliteration C: kathairetis Beta Code: kaqaire/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A overthrower, πολεμίων Th.4.83; Καίσαρος D.C.44.1. II house-breaker (?), BGU14v12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, der niederreißt, der Zerstörer, Vernichter; καθ. ὧν ἂν αὐτὸς ἀποφαίνῃ πολεμίων Thuc. 4, 83; Sp., καθαιρέται τοῦ Καίσαρος, die Mörder, D. Cass. 44, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui renverse, destructeur.
Étymologie: καθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαιρέτης -ου, ὁ [καθαιρέω] vernietiger.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιρέτης: ου ὁ истребитель, покоритель (πολεμίων Thuc.).

Greek Monolingual

καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) καθαιρώ
ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.).

Greek Monotonic

καθαιρέτης: -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1.

Middle Liddell

καθαιρέτης, ου,
a putter down, overthrower, Thuc. [from καθαιρέω