καταπλουτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=rendre très riche.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλουτίζω]].
|btext=rendre très riche.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλουτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπλουτίζω''': μέλλ. -ιῶ, [[μεγάλως]] [[πλουτίζω]], τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 115C.
|elnltext=κατα-πλουτίζω rijk maken.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλουτίζω:''' (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπλουτίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[εμπλουτίζω]], [[πλουμίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''καταπλουτίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[εμπλουτίζω]], [[πλουμίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπλουτίζω:''' (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).
|lstext='''καταπλουτίζω''': μέλλ. -ιῶ, [[μεγάλως]] [[πλουτίζω]], τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 115C.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πλουτίζω rijk maken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ιῶ<br />to [[enrich]] [[greatly]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=fut. ιῶ<br />to [[enrich]] [[greatly]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλουτίζω Medium diacritics: καταπλουτίζω Low diacritics: καταπλουτίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΥΤΙΖΩ
Transliteration A: kataploutízō Transliteration B: kataploutizō Transliteration C: kataploutizo Beta Code: kataplouti/zw

English (LSJ)

enrich greatly, τινα Hdt.6.132, X.Oec.4.7; τινὰ εὐεργεσίαις Ph.2.588.

German (Pape)

[Seite 1371] sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

rendre très riche.
Étymologie: κατά, πλουτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πλουτίζω rijk maken.

Russian (Dvoretsky)

καταπλουτίζω: (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).

Greek Monolingual

(AM καταπλουτίζω) (επιτ. τ. τρύ πλουτίζω) κάνω κάποιον πάρα πολύ πλούσιο, πλουτίζω πολύ κάποιον.

Greek Monotonic

καταπλουτίζω: μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλουτίζω: μέλλ. -ιῶ, μεγάλως πλουτίζω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 115C.

Middle Liddell

fut. ιῶ
to enrich greatly, Hdt., Xen.