καταχρυσόω: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couvrir <i>ou</i> plaquer d'or;<br /><b>2</b> dorer, rendre splendide.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχρυσος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couvrir <i>ou</i> plaquer d'or;<br /><b>2</b> dorer, rendre splendide.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχρυσος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταχρῡσόω''': [[καλύπτω]] μὲ χρυσόν, ἐπιχρυσώνω, Ἡρόδ. 2. 129· τὴν κεφαλὴν ψιλώσαντες καὶ ἐκκαθήραντες καταχρυσοῦσι 4. 26· καὶ ἐν τῷ παθ., 1. 98· νηῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ 2. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 10, πρβλ. [[κατάχρυσος]]. ΙΙ. [[κάμνω]] τι χρυσοῦν (δηλ. λαμπρότατον), τὴν πόλιν Πλουτ. Περικλ. 12· κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην, τὸν ἔκαμνε χρυσοῦν, τὸν ἐξεθείαζεν (ἀντίθ. τῷ κατεπίττου), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 826.
|elnltext=καταχρυσόω [κατάχρυσος] vergulden; overdr.: κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὑριππίδην iedereen was verguld met Heurippides Aristoph. Eccl. 826.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχρῡσόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отделывать золотом или золотить]] ([[νόμισμα]] μολύβδου Her.; τὰ [[ὅπλα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[украшать золотом]], [[делать пышным]] (τὴν πόλιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. золотить словно священную статую, т. е. превозносить до небес (Εὐριπίδην Arph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχρῡσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επικαλύπτω]] με φύλλα χρυσού, [[επιχρυσώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσώνω, [[καθιστώ]] [[κάτι]] χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταχρῡσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επικαλύπτω]] με φύλλα χρυσού, [[επιχρυσώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσώνω, [[καθιστώ]] [[κάτι]] χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχρῡσόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отделывать золотом или золотить]] ([[νόμισμα]] μολύβδου Her.; τὰ [[ὅπλα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[украшать золотом]], [[делать пышным]] (τὴν πόλιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. золотить словно священную статую, т. е. превозносить до небес (Εὐριπίδην Arph.).
|lstext='''καταχρῡσόω''': [[καλύπτω]] μὲ χρυσόν, ἐπιχρυσώνω, Ἡρόδ. 2. 129· τὴν κεφαλὴν ψιλώσαντες καὶ ἐκκαθήραντες καταχρυσοῦσι 4. 26· καὶ ἐν τῷ παθ., 1. 98· νηῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ 2. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 10, πρβλ. [[κατάχρυσος]]. ΙΙ. [[κάμνω]] τι χρυσοῦν (δηλ. λαμπρότατον), τὴν πόλιν Πλουτ. Περικλ. 12· κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην, τὸν ἔκαμνε χρυσοῦν, τὸν ἐξεθείαζεν (ἀντίθ. τῷ κατεπίττου), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 826.
}}
{{elnl
|elnltext=καταχρυσόω [κατάχρυσος] vergulden; overdr.: κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὑριππίδην iedereen was verguld met Heurippides Aristoph. Eccl. 826.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[cover]] with [[gold]]-[[leaf]], [[gild]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to make [[golden]] (i. e. [[splendid]]), Plut.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[cover]] with [[gold]]-[[leaf]], [[gild]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to make [[golden]] (i. e. [[splendid]]), Plut.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρῡσόω Medium diacritics: καταχρυσόω Low diacritics: καταχρυσόω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΥΣΟΩ
Transliteration A: katachrysóō Transliteration B: katachrysoō Transliteration C: katachrysoo Beta Code: kataxruso/w

English (LSJ)

A cover with gold-leaf, gild, Hdt.2.129, 3.56, 4.26:—Pass., Id.1.98, 2.63, IG22.1388.77. II metaph., make golden (i.e. splendid), τὴν πόλιν Plu.Per.12; κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην plastered him with gold (opp. κατεπίττου), Ar.Ec.826.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir ou plaquer d'or;
2 dorer, rendre splendide.
Étymologie: κατάχρυσος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχρυσόω [κατάχρυσος] vergulden; overdr.: κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὑριππίδην iedereen was verguld met Heurippides Aristoph. Eccl. 826.

Russian (Dvoretsky)

καταχρῡσόω:
1) отделывать золотом или золотить (νόμισμα μολύβδου Her.; τὰ ὅπλα Plut.);
2) украшать золотом, делать пышным (τὴν πόλιν Plut.);
3) ирон. золотить словно священную статую, т. е. превозносить до небес (Εὐριπίδην Arph.).

Greek Monotonic

καταχρῡσόω: μέλ. -ώσω,
I. επικαλύπτω με φύλλα χρυσού, επιχρυσώνω, σε Ηρόδ.
II. χρυσώνω, καθιστώ κάτι χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρῡσόω: καλύπτω μὲ χρυσόν, ἐπιχρυσώνω, Ἡρόδ. 2. 129· τὴν κεφαλὴν ψιλώσαντες καὶ ἐκκαθήραντες καταχρυσοῦσι 4. 26· καὶ ἐν τῷ παθ., 1. 98· νηῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ 2. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 10, πρβλ. κατάχρυσος. ΙΙ. κάμνω τι χρυσοῦν (δηλ. λαμπρότατον), τὴν πόλιν Πλουτ. Περικλ. 12· κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην, τὸν ἔκαμνε χρυσοῦν, τὸν ἐξεθείαζεν (ἀντίθ. τῷ κατεπίττου), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 826.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to cover with gold-leaf, gild, Hdt.
II. to make golden (i. e. splendid), Plut.