κεραυνοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />brillant comme la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φάος]].
|btext=ής, ές :<br />brillant comme la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φάος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεραυνοφᾰής''': -ές, λάμπων ὡς [[κεραυνός]], Εὐρ. Τρῳ. 1103.
|elnltext=κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνοφαής:''' [[яркий как молния]] ([[πῦρ]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κεραυνοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που λάμπει σαν [[κεραυνός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κεραυνοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που λάμπει σαν [[κεραυνός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεραυνοφαής:''' [[яркий как молния]] ([[πῦρ]] Eur.).
|lstext='''κεραυνοφᾰής''': -ές, λάμπων ὡς [[κεραυνός]], Εὐρ. Τρῳ. 1103.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεραυνο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[flashing]] like [[thunder]], Eur.
|mdlsjtxt=κεραυνο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[flashing]] like [[thunder]], Eur.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοφᾰής Medium diacritics: κεραυνοφαής Low diacritics: κεραυνοφαής Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: keraunophaḗs Transliteration B: keraunophaēs Transliteration C: keravnofais Beta Code: keraunofah/s

English (LSJ)

ές, flashing like lightning, πῦρ E.Tr.1103.

German (Pape)

[Seite 1423] ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant comme la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φάος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοφαής: яркий как молния (πῦρ Eur.).

Greek Monolingual

κεραυνοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτιφαής, κεραυνοφαής].

Greek Monotonic

κεραυνοφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεραυνός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφᾰής: -ές, λάμπων ὡς κεραυνός, Εὐρ. Τρῳ. 1103.

Middle Liddell

κεραυνο-φαής, ές φάος
flashing like thunder, Eur.