κοπεύς: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=έως (ὁ) :<br />ciseau de sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]].
|btext=έως (ὁ) :<br />ciseau de sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοπεύς''': -έως, , «κοπίδι», [[ἐργαλεῖον]] ἑρμογλυφικόν, Διόδ. 1. 35, Λουκ. Ἐνύπν. 13.
|elnltext=κοπεύς -έως, ὁ [κόπτω] beitel.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Diod., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοπεύς:''' -έως, ὁ ([[κόπτω]]), [[σμίλη]], [[σκαρπέλο]], [[καλέμι]], [[κοπίδι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κοπεύς:''' -έως, ὁ ([[κόπτω]]), [[σμίλη]], [[σκαρπέλο]], [[καλέμι]], [[κοπίδι]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Diod., Luc.
|lstext='''κοπεύς''': -έως, ὁ, «κοπίδι», [[ἐργαλεῖον]] ἑρμογλυφικόν, Διόδ. 1. 35, Λουκ. Ἐνύπν. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπεύς -έως, [κόπτω] beitel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοπεύς]], έως, [[κόπτω]]<br />a [[chisel]], Luc.
|mdlsjtxt=[[κοπεύς]], έως, [[κόπτω]]<br />a [[chisel]], Luc.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπεύς Medium diacritics: κοπεύς Low diacritics: κοπεύς Capitals: ΚΟΠΕΥΣ
Transliteration A: kopeús Transliteration B: kopeus Transliteration C: kopeys Beta Code: kopeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who brays or pounds, employed in oil-factories, PRev.Laws 45.5 (iii B. C.), cf. Agatharch.26; carpenter, PFlor.175.14 (iii A. D.): generally, one who cuts, τινος A.D.Synt.301.28. II chisel, D.S.1.35, Luc.Somn.13.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, der Meißel; neben γλυφεῖα u. κολαπτῆρες, Luc. somn. 13; D. Sic. 1, 35.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπεύς -έως, ὁ [κόπτω] beitel.

Russian (Dvoretsky)

κοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Diod., Luc.

Greek Monolingual

κοπεύς, -έως, ὁ (Α)
βλ. κοπέας.

Greek Monotonic

κοπεύς: -έως, ὁ (κόπτω), σμίλη, σκαρπέλο, καλέμι, κοπίδι, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κοπεύς: -έως, ὁ, «κοπίδι», ἐργαλεῖον ἑρμογλυφικόν, Διόδ. 1. 35, Λουκ. Ἐνύπν. 13.

Middle Liddell

κοπεύς, έως, κόπτω
a chisel, Luc.