κερδοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>seul. dat. adv.</i> • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>seul. dat. adv.</i> • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κερδοσύνη''': , ὡς τὸ [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.
|elnltext=κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251.
}}
{{elru
|elrutext='''κερδοσύνη:''' ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κερδοσύνη:''' ἡ όπως το [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· δοτ., <i>κερδοσύνῃ</i> ως επίρρ., με [[πανουργία]], δόλια, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κερδοσύνη:''' ἡ όπως το [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· δοτ., <i>κερδοσύνῃ</i> ως επίρρ., με [[πανουργία]], δόλια, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κερδοσύνη:''' ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро.
|lstext='''κερδοσύνη''': , ὡς τὸ [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.
}}
{{elnl
|elnltext=κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κερδοσύνη]], ἡ,<br />like [[κερδαλεότης]], [[cunning]], [[craft]]: dat. κερδοσύνῃ as adv., by [[craft]], [[cunningly]], Hom.
|mdlsjtxt=[[κερδοσύνη]], ἡ,<br />like [[κερδαλεότης]], [[cunning]], [[craft]]: dat. κερδοσύνῃ as adv., by [[craft]], [[cunningly]], Hom.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδοσύνη Medium diacritics: κερδοσύνη Low diacritics: κερδοσύνη Capitals: ΚΕΡΔΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kerdosýnē Transliteration B: kerdosynē Transliteration C: kerdosyni Beta Code: kerdosu/nh

English (LSJ)

ἡ, cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as adverb, cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.

German (Pape)

[Seite 1424] ἡ, Schlauheit, Klugheit; Hom. nur im dat. κερδοσύνῃ, in adverbialer Bdtg, listig, kiüglich, Il. 22, 247 Od. 14, 30 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
seul. dat. adv. • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.
Étymologie: κέρδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251.

Russian (Dvoretsky)

κερδοσύνη: ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро.

English (Autenrieth)

craft; only dat. as adv., cunningly, craftily.

Greek Monolingual

κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος)
1. πανουργία, δόλος, πονηριά
2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη
με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κερδοσύνη: ἡ όπως το κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· δοτ., κερδοσύνῃ ως επίρρ., με πανουργία, δόλια, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερδοσύνη: ἡ, ὡς τὸ κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.

Middle Liddell

κερδοσύνη, ἡ,
like κερδαλεότης, cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as adv., by craft, cunningly, Hom.