κυκνόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />qui a la forme d'un cygne.<br />'''Étymologie:''' [[κύκνος]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />qui a la forme d'un cygne.<br />'''Étymologie:''' [[κύκνος]], [[μορφή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυκνόμορφος''': -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς [[κύκνος]], Αἰσχύλ. Πρ. 795.
|elnltext=κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.
}}
{{elru
|elrutext='''κυκνόμορφος:''' [[похожий на лебедя или белый как лебедь]] ([[Φορκίδες]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κυκνόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] κύκνου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κυκνόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] κύκνου, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυκνόμορφος:''' [[похожий на лебедя или белый как лебедь]] ([[Φορκίδες]] Aesch.).
|lstext='''κυκνόμορφος''': -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς [[κύκνος]], Αἰσχύλ. Πρ. 795.
}}
{{elnl
|elnltext=κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:52, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόμορφος Medium diacritics: κυκνόμορφος Low diacritics: κυκνόμορφος Capitals: ΚΥΚΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kyknómorphos Transliteration B: kyknomorphos Transliteration C: kyknomorfos Beta Code: kukno/morfos

English (LSJ)

ον, swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la forme d'un cygne.
Étymologie: κύκνος, μορφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόμορφος: похожий на лебедя или белый как лебедь (Φορκίδες Aesch.).

Greek Monolingual

κυκνόμορφος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετόμορφος, ιερακόμορφος].

Greek Monotonic

κυκνόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή κύκνου, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς κύκνος, Αἰσχύλ. Πρ. 795.

Middle Liddell

κυκνό-μορφος, ον μορφή
swan-shaped, Aesch.

English (Woodhouse)

swanlike

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)