κόρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />virginité.<br />'''Étymologie:''' [[κορεύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />virginité.<br />'''Étymologie:''' [[κορεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόρευμα''': τό, = [[κορεία]], [[παρθενία]], Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.
|elnltext=κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει’ ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρευμα:''' ατος τό pl. девственность Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόρευμα:''' τό = [[κορεία]], [[παρθενία]], σε Ευρ., στον πληθ.
|lsmtext='''κόρευμα:''' τό = [[κορεία]], [[παρθενία]], σε Ευρ., στον πληθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόρευμα:''' ατος τό pl. девственность Eur.
|lstext='''κόρευμα''': τό, = [[κορεία]], [[παρθενία]], Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει’ ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόρευμα]], ατος, τό,<br />= [[κορεία]], [[maidenhood]], Eur., in plural [from [[κορεύομαι]]
|mdlsjtxt=[[κόρευμα]], ατος, τό,<br />= [[κορεία]], [[maidenhood]], Eur., in plural [from [[κορεύομαι]]
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρευμα Medium diacritics: κόρευμα Low diacritics: κόρευμα Capitals: ΚΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: kóreuma Transliteration B: koreuma Transliteration C: korevma Beta Code: ko/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει’ ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.

Russian (Dvoretsky)

κόρευμα: ατος τό pl. девственность Eur.

Greek Monolingual

κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῦδ' ἀνδρός», Ευρ.).

Greek Monotonic

κόρευμα: τό = κορεία, παρθενία, σε Ευρ., στον πληθ.

Greek (Liddell-Scott)

κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.

Middle Liddell

κόρευμα, ατος, τό,
= κορεία, maidenhood, Eur., in plural [from κορεύομαι