πάμψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />tout vivant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ψυχή]].
|btext=ος, ον :<br />tout vivant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ψυχή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάμψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ἐν Σοφ. Ἠλ. 841, π. ἀνάσσει κατὰ τὸν Σχολ., = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, πρβλ. Ὀδ. Λ. 483 κἑξ., Αἰσχύλ. Χο. 355.
|elnltext=πάμψυχος -ον [πᾶς, ψυχή] volledig bewust.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμψῡχος:''' [[полный жизни]] ([[Ἀμφιάρεως]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πάμψῡχος:''' -ον ([[ψυχή]]), με όλη την [[ψυχή]] του, ή = πασῶν [[τῶν]] ψυχῶν, σε Σοφ.
|lsmtext='''πάμψῡχος:''' -ον ([[ψυχή]]), με όλη την [[ψυχή]] του, ή = πασῶν [[τῶν]] ψυχῶν, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάμψῡχος:''' [[полный жизни]] ([[Ἀμφιάρεως]] Soph.).
|lstext='''πάμψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ἐν Σοφ. Ἠλ. 841, π. ἀνάσσει κατὰ τὸν Σχολ., = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, πρβλ. Ὀδ. Λ. 483 κἑξ., Αἰσχύλ. Χο. 355.
}}
{{elnl
|elnltext=πάμψυχος -ον [πᾶς, ψυχή] volledig bewust.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάμ-ψῡχος, ον, [[ψυχή]]<br />with all his [[soul]], or = πασῶν τῶν ψυχῶν, Soph.
|mdlsjtxt=πάμ-ψῡχος, ον, [[ψυχή]]<br />with all his [[soul]], or = πασῶν τῶν ψυχῶν, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμψῡχος Medium diacritics: πάμψυχος Low diacritics: πάμψυχος Capitals: ΠΑΜΨΥΧΟΣ
Transliteration A: pámpsychos Transliteration B: pampsychos Transliteration C: pampsychos Beta Code: pa/myuxos

English (LSJ)

ον, (ψυχή) in full life, π. ἀνάσσει, of Amphiaraus, S.El.841 (lyr., also expld. by Sch. as 'ruling over all the shades' or 'immortal', = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, cf. Od.11.483sq., A. Ch.355).

German (Pape)

[Seite 455] ganz beseelt, durchaus lebend; Soph. El. 831 heißt es vom Amphiaraos ὑπὸ γαίας πάμψυχος ἀνάσσει, was einige alte Erkl. durch ἀθάνατος erkl., Andere πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, αἳ δὴ ἐν χρείᾳ καθεστᾶσι τῆς ἐκείνου μαντικῆς, was Hermann billigt; nicht so einfach ist »er herrscht in voller Lebenskraft«, Gegensatz zum Halbleben der andern Schatten in der Unterwelt, Passow.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout vivant.
Étymologie: πᾶν, ψυχή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμψυχος -ον [πᾶς, ψυχή] volledig bewust.

Russian (Dvoretsky)

πάμψῡχος: полный жизни (Ἀμφιάρεως Soph.).

Greek Monolingual

πάμψυχος, -ον (Α)
(για τον Αμφιάραο) ο γεμάτος ψυχή, δηλ. ζωή και δύναμη ή, κατ' άλλη ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («πάμψυχος ἀνάσσει» — κυβερνά γεμάτος ζωή και δύναμη ή, κατά τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ψυχος (< ψυχή)].

Greek Monotonic

πάμψῡχος: -ον (ψυχή), με όλη την ψυχή του, ή = πασῶν τῶν ψυχῶν, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πάμψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ἐν Σοφ. Ἠλ. 841, π. ἀνάσσει κατὰ τὸν Σχολ., = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, πρβλ. Ὀδ. Λ. 483 κἑξ., Αἰσχύλ. Χο. 355.

Middle Liddell

πάμ-ψῡχος, ον, ψυχή
with all his soul, or = πασῶν τῶν ψυχῶν, Soph.