παραίσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἶσα]].
|btext=ος, ον :<br />de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἶσα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραίσιος''': -ον, ὁ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, σήματα Ἰλ. Δ. 381.
|elnltext=παρ-αίσιος -ον onheilspellend.
}}
{{elru
|elrutext='''παραίσιος:''' [[предвещающий дурное]], [[зловещий]], [[неблагоприятный]] (σήματα Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''παραίσιος:''' -ον, λέγεται για δυσάρεστους οιωνούς, [[δυσοίωνος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παραίσιος:''' -ον, λέγεται για δυσάρεστους οιωνούς, [[δυσοίωνος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραίσιος:''' [[предвещающий дурное]], [[зловещий]], [[неблагоприятный]] (σήματα Hom.).
|lstext='''παραίσιος''': -ον, ὁ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, σήματα Ἰλ. Δ. 381.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αίσιος -ον onheilspellend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρ-αίσιος, ον,<br />of ill [[omen]], [[ominous]], Il.
|mdlsjtxt=παρ-αίσιος, ον,<br />of ill [[omen]], [[ominous]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίσιος Medium diacritics: παραίσιος Low diacritics: παραίσιος Capitals: ΠΑΡΑΙΣΙΟΣ
Transliteration A: paraísios Transliteration B: paraisios Transliteration C: paraisios Beta Code: parai/sios

English (LSJ)

ον, of ill omen, σήματα Il.4.381 (παραίσιμα Hsch.), cf. Call.Hec.1.3.4.

German (Pape)

[Seite 480] von unglücklicher Vorbedeutung, σήματα, Il. 4, 381.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, αἶσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αίσιος -ον onheilspellend.

Russian (Dvoretsky)

παραίσιος: предвещающий дурное, зловещий, неблагоприятный (σήματα Hom.).

English (Autenrieth)

(αἶσα): unlucky, adverse, Il. 4.381†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα -ιος].

Greek Monotonic

παραίσιος: -ον, λέγεται για δυσάρεστους οιωνούς, δυσοίωνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παραίσιος: -ον, ὁ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, σήματα Ἰλ. Δ. 381.

Middle Liddell

παρ-αίσιος, ον,
of ill omen, ominous, Il.