περίσεπτος: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />vénéré.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σέβομαι.
|btext=ος, ον :<br />vénéré.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σέβομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίσεπτος''': -η, -ον, [[λίαν]] τετιμημένος, [[σεβάσμιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον [[χωρίον]]), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.
|elnltext=περί-σεπτος -ον zeer vereerd.
}}
{{elru
|elrutext='''περίσεπτος:''' и 3 высокопочитаемый Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περίσεπτος:''' -η, -ον, εξαιρετικά [[σεβαστός]], αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''περίσεπτος:''' -η, -ον, εξαιρετικά [[σεβαστός]], αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίσεπτος:''' и 3 высокопочитаемый Aesch.
|lstext='''περίσεπτος''': -η, -ον, [[λίαν]] τετιμημένος, [[σεβάσμιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον [[χωρίον]]), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.
}}
{{elnl
|elnltext=περί-σεπτος -ον zeer vereerd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-σεπτος, η, ον<br />[[much]]-[[revered]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[περί]]-σεπτος, η, ον<br />[[much]]-[[revered]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσεπτος Medium diacritics: περίσεπτος Low diacritics: περίσεπτος Capitals: ΠΕΡΙΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: períseptos Transliteration B: periseptos Transliteration C: periseptos Beta Code: peri/septos

English (LSJ)

η, ον, much-revered, much-honoured, A.Eu.1038 (lyr.), Agathocl.2.

German (Pape)

[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénéré.
Étymologie: περί, σέβομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-σεπτος -ον zeer vereerd.

Russian (Dvoretsky)

περίσεπτος: и 3 высокопочитаемый Aesch.

Greek Monolingual

-έπτη, -ον, Α σεπτός
εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.

Greek Monotonic

περίσεπτος: -η, -ον, εξαιρετικά σεβαστός, αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

περίσεπτος: -η, -ον, λίαν τετιμημένος, σεβάσμιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον χωρίον), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.

Middle Liddell

περί-σεπτος, η, ον
much-revered, Aesch.