ποικιλόδειρος: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />au cou bigarré.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[δειρή]].
|btext=ος, ον :<br />au cou bigarré.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[δειρή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικῐλόδειρος''': -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ [[ποικιλόγηρυς]].
|elnltext=ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόδειρος:''' [[с пестрой шейкой или с переливчатым голосом]] ([[ἀηδών]] Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποικῐλόδειρος:''' -ον ([[δειρή]]), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποικῐλόδειρος:''' -ον ([[δειρή]]), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλόδειρος:''' [[с пестрой шейкой или с переливчатым голосом]] ([[ἀηδών]] Hes.).
|lstext='''ποικῐλόδειρος''': -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ [[ποικιλόγηρυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλό-δειρος, ον, [[δειρή]]<br />with [[variegated]] [[neck]], Anth.
|mdlsjtxt=ποικῐλό-δειρος, ον, [[δειρή]]<br />with [[variegated]] [[neck]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόδειρος Medium diacritics: ποικιλόδειρος Low diacritics: ποικιλόδειρος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: poikilódeiros Transliteration B: poikilodeiros Transliteration C: poikilodeiros Beta Code: poikilo/deiros

English (LSJ)

ον, A with variegated neck, πανέλοπες Alc.84; ἔχις Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyte). II = ποικιλόγηρυς, ἀηδών Hes.Op.203.

German (Pape)

[Seite 649] mit buntem Halse, mit schillernder Kehle, Beiwort der Nachtigall Hes. O. 205, wo es aber auch vom Gesange verstanden werden kann, mit mannichfach tönender Kehle, u. Ruhnk. ποικιλόγηρυς vermuthet; ἔχις, Anyte 23 (Ap. 6).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cou bigarré.
Étymologie: ποικίλος, δειρή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόδειρος: с пестрой шейкой или с переливчатым голосом (ἀηδών Hes.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό
2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυςἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].

Greek Monotonic

ποικῐλόδειρος: -ον (δειρή), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδειρος: -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ ποικιλόγηρυς.

Middle Liddell

ποικῐλό-δειρος, ον, δειρή
with variegated neck, Anth.